-
1 издание
издание с (действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση η δημοσίευση (опубликование) второе \издание (книги) η δεύτερη έκδοση ( βιβλίου)* * *с(действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση; η δημοσίευση ( опубликование)второ́е изда́ние (кни́ги) — η δεύτερη έκδοση (βιβλίου)
-
2 выпуск
-а α.1. παραγωγή•выпуск продукции παραγωγή προϊόντων, υλικών.
2. έκδοση, εκτύπωση• δημοσίευση.3. παλ. αφαίρεση από κείμενο.4. τεύχος.5. οι τελειόφοιτοι (συμμαθητές, συμφοιτητές).6. το βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή• σκάρος.
См. также в других словарях:
έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
τύπωμα — το, ατος 1. αποτύπωμα, απεικόνισμα, σχήμα: Τύπωμα των ποδιών στην άμμο. 2. εκτύπωση, αναπαραγωγή με την τυπογραφία, δημοσίευση πνευματικής εργασίας: Το τύπωμα του μυθιστορήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)